ξεματιάζω

ξεματιάζω
μετ. 1. см. ξεβασκαίνω;

ξεματιάζομαι

1) прям. , перен. — ослеплять;

2) напрягать, утомлять глаза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεματιάζω" в других словарях:

  • ξεματιάζω — ξεματιάζω, ξεμάτιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεματιάζω — 1. (σχετικά με κουκιά) αφαιρώ το άνω ακραίο τμήμα τού φλοιού 2. απαλλάσσω κάποιον από τη βασκανία 3. μέσ. ξεματιάζομαι α) παύω να είμαι ματιασμένος β) κοιτάζω κάτι με έντονη προσοχή και για πολλή ώρα («ξεματιάστηκε να βλέπει τηλεόραση»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • εξάδω — ἐξᾴδω (Α) [ᾴδω] ψάλλω, τραγουδώ αρχ. 1. (για κύκνο) τραγουδώ το τελευταίο μου τραγούδι 2. (για χορό τραγωδίας) τραγουδώ την έξοδο 3. διώχνω κάτι με τραγούδια, ξεματιάζω («οὕτω... ἐξᾴδοντες καὶ τὰ φάσματα», Λουκιαν.) 4. διηγούμαι τραγουδώντας… …   Dictionary of Greek

  • εξομματώ — ἐξομματῶ, όω (Α) 1. κάνω κάποιον να δει, τού ανοίγω τα μάτια 2. διασαφώ 3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια 4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεβασκαίνω — και ξεβασκάνω και ξαβασκαίνω απαλλάσσω κάποιον με προσευχές ή μαγικά λόγια από τη βασκανία, ξεματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βασκαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεμάτιασμα — το [ξεματιάζω] 1. αφαίρεση τού άνω ακραίου τμήματος τού φλοιού τών κουκιών 2. απαλλαγή από τη βασκανία …   Dictionary of Greek

  • ξεβασκαίνω — ξεβάσκανα, ξεβασκάθηκα, ξαβασκαμένος, αφαιρώ το βάσκαμα από κάποιον, ξεματιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»